- παρατράβηγμα
- το [παρατραβώ]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατραβώ, υπερβολική έλξη, υπερβολικό τέντωμα ή τράβηγμα2. (για χρόνο) υπερβολική παράταση χρόνου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρατράβηγμα — το, ατος υπερβολικό τράβηγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)